Καρχηδονία

Καρχηδονία
Καρχηδονίᾱ , Καρχηδόνιος
fem nom/voc/acc dual
Καρχηδονίᾱ , Καρχηδόνιος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Καρχηδονίᾱ , Καρχηδών
fem nom/voc/acc dual
Καρχηδονίᾱ , Καρχηδών
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καρχηδονίᾳ — Καρχηδονίᾱͅ , Καρχηδόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) Καρχηδονίᾱͅ , Καρχηδών fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδόνια — Καρχηδόνιος neut nom/voc/acc pl Καρχηδών neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονίας — Καρχηδονίᾱς , Καρχηδόνιος fem acc pl Καρχηδονίᾱς , Καρχηδόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) Καρχηδονίᾱς , Καρχηδών fem acc pl Καρχηδονίᾱς , Καρχηδών fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονίαν — Καρχηδονίᾱν , Καρχηδόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) Καρχηδονίᾱν , Καρχηδών fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαταπλέω — ἐπικαταπλέω (Α) [καταπλέω] (για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῡ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • Αγαθονίκη — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Eορτάζεται στις 13 Οκτωβρίου μαζί με τους μάρτυρες Κάρπο, Παπύλο και Αγαθόδωρο. Ήταν αδελφή του Παπύλου. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό από τον ανθύπατο Μ. Ασίας, Βαλεριανό στα χρόνια του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”